- λοσιόν
- ηυγρό, αλκαλούχο ή όχι, σκεύασμα για την περιποίηση τού δέρματος και τών μαλλιών.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lotion (< λατ. lotion, -onis «πλύση» < lotus, lautus, μτχ. παρακμ. τού λατ. lavo «πλύνω»)].
Dictionary of Greek. 2013.